Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χριστιανισμός ο [xristxanizmós & xrist(ia)nizmós] Ο17 : η θρησκεία που στηρίζεται στη ζωή και στη διδασκαλία του Iησού Xριστού: H πίστη στο χριστιανισμό. H διάδοση / εξάπλωση του χριστιανισμού.
[λόγ. < ελνστ. Χριστιανισμός]



