Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλιδάτος
1 εγγραφή
χλιδάτος -η -ο [xliδátos] Ε3 : (προφ.) που χαρακτηρίζεται από χλιδή, πολυτέλεια, πλούτο κτλ.: Xλιδάτο μαγαζί.

[χλιδ(ή) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες