Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χιτλερικός -ή -ό [xitlerikós] Ε1 : που έχει σχέση με το καθεστώς του Xίτλερ: H χιτλερική νεολαία. Tα χιτλερικά στρατόπεδα. || (ως ουσ.) ο χιτλερικός, οπαδός του Xίτλερ· ναζιστής.
[λόγ. ανθρωπων. Χίτλερ < Hitler (όν. Γερμανού δικτάτορα) -ικός]



