Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χειροποίητος
1 item total
χειροποίητος -η -ο [xiropíitos] Ε5 : για κτ. που το έχουν κατασκευάσει με τα χέρια και όχι με κάποιο μηχανικό μέσο. ANT μηχανοποίητος: Xειροποίητο κέντημα / χαλί. Xειροποίητα παπούτσια. Οι χωριάτικοι φούρνοι φτιάχνουν χειροποίητο ψωμί.

[λόγ. < αρχ. χειροποίητος `κατασκευασμένος με το χέρι΄ σημδ. αγγλ. handmade]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go