Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χειμαζ
1 item total
χειμάζομαι [ximázome] Ρ2.1β : (λόγ.) αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες και ταλαιπωρούμαι: H χώρα χειμάζεται από εσωτερικές έριδες. Ο σύγχρονος χειμαζόμενος άνθρωπος.

[λόγ. < αρχ. χειμάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go