Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαρτοσημαίνω [xartosiméno] -ομαι Ρ7.2 : βάζω χαρτόσημο σε έγγραφο: H αίτηση πρέπει να χαρτοσημανθεί. Yπεύθυνη δήλωση χαρτοσημασμένη.
[λόγ. χαρτόσημ(ον) -αίνω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. χαρτόσημ(ον) -αίνω]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |