Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτονένιος
1 εγγραφή
χαρτονένιος -α -ο [xartonénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από χαρτόνι: Xαρτονένια θήκη.

[χαρτόν(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες