Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαροποιός
1 εγγραφή
χαροποιός -ός / -ά -ό [xaropiós] Ε13 : (λόγ.) χαρμόσυνος: Xαροποιό άγγελμα.

[λόγ. < ελνστ. χαροποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες