Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαμαιλέοντας
1 item total
χαμαιλέοντας ο [xameléondas] Ο5 : 1.είδος μικρής σαύρας που έχει λεπτή και μακριά γλώσσα για να πιάνει την τροφή της, μακριά, κυλινδρική ουρά και την ικανότητα να αλλάζει το χρώμα της, που συνήθ. είναι γκριζοπράσινο, ανάλογα με το περιβάλλον. 2. (μτφ.) άνθρωπος άστατος, που αλλάζει πεποιθήσεις ανάλογα με τις περιστάσεις, για να εξυπηρετεί το συμφέρον του.

[λόγ. < αρχ. χαμαιλέων, αιτ. -οντα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go