Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χαμάλης ο [xamális] Ο11 : 1.(οικ.) αχθοφόρος: Δουλεύει ~ στο λιμάνι. Γυρίζω από την αγορά φορτωμένη σαν ~. Bρίζει σαν ~. 2. (υβρ.) άνθρωπος χυδαίος, πρόστυχος.
[τουρκ. hamal (από τα αραβ.) -ης]