Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάρτινος
1 εγγραφή
χάρτινος -η -ο [xártinos] Ε5 : 1.που είναι κατασκευασμένος από χαρτί: ~ αετός, χαρταετός. Xάρτινα λουλούδια. Xάρτινη λίρα, σε αντιδιαστολή προς τη χρυσή. Xάρτινη δραχμή, που έχει την τρέχουσα αξία του εθνικού νομίσματος, σε αντιδιαστολή προς τη μεταλλική*. 2. (μτφ., οικ.) α. για δομική συνήθ. κατασκευή κακής ποιότητας και μικρής αντοχής, ψεύτικη: Xάρτινη πολυκατοικία. Xάρτινοι τοίχοι, πολύ λεπτοί. β. ψεύτικος, πλαστός: Ίδρυσαν μια χάρτινη εταιρεία για να κερδοσκοπήσουν. ΦΡ χάρτινοι πύργοι, για σχέδια, όνειρα απραγματοποίητα ή εφήμερα.

[λόγ. < ελνστ. χάρτινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες