Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτόνιο το [fotónio] Ο42 : (φυσ.) το στοιχειώδες σωμάτιο της ηλεκτρομα γνητικής ακτινοβολίας· (πρβ. κβάντο).
[λόγ. < αγγλ. photon -ιον (phot(o)- = φωτ(ο)- 1)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αγγλ. photon -ιον (phot(o)- = φωτ(ο)- 1)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |