Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυσαρμόνικα
1 εγγραφή
φυσαρμόνικα η [fisarmónika] Ο27α : I. πνευστό μουσικό όργανο με μεταλλικά γλωσσίδια, τα οποία δονούνται και παράγουν διαφορετικούς τόνους από τον αέρα που φυσάει με το στόμα του αυτός που το παίζει: Έβγαλε μια μικρή ~ από την τσέπη του κι άρχισε να παίζει. II. (παρωχ.) ακορντεόν. 1. για πτυσσόμενη κατασκευή (πόρτα, παραπέτασμα, σύνδεση ανάμεσα σε κινητά μέρη κτλ.), φυσούνα. 2. (μτφ.) αντικείμενο πολύ παραμορφωμένο από ισχυρή πίεση (σύγκρουση κτλ.): Tο αυτοκίνητο έπε σε πάνω σε μια κολόνα και έγινε ~.

[γερμ. Ρhysharmonika < αρχ. φῦσ(α) `φυσερό΄ + Harmonika = αρμόνικα (ή μέσω του ιταλ. fisarmonica)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες