Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυσίγγιο
2 εγγραφές [1 - 2]
φυσίγγιο το [fisíngio] Ο40 & φυσίγγι το [fisíngi] Ο44 : I. μικρός κυλινδρικός σωλήνας (μετάλλινος, χάρτινος ή πλαστικός) που περιέχει την εκρηκτική γόμωση φορητού πυροβόλου όπλου και στο μπροστινό άκρο φέρει τη βολίδα ή τα σκάγια· φισέκι: Φυσίγγια κυνηγιού. Aποκαλύφθηκε κρύπτη με όπλα και φυσίγγια. || Φυσίγγια δυναμίτιδας, δυναμίτιδα σε σχήμα κυλίνδρου. II. ηλεκτρική ασφάλεια.

[λόγ. υποκορ. του ελνστ. φυσιγγ- (δες φύσιγγα) -ιον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ., ίσως παρετυμ. φισέκι]

φυσιγγιοθήκη η [fisingioθíi] Ο30 : φορητή θήκη για φυσίγγια σε μορφή κουτιού ή ζώνης με κατάλληλες υποδοχές, που φοριέται από στρατιώτες ή από κυνηγούς.

[λόγ. φυσίγγι(ον) -ο- + -θήκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες