Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φραπές
1 εγγραφή
φραπές ο [frapés] Ο13 : το φραπέ.

[< φραπέ μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ. κατά το καφές]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες