Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φραξιονιστικός -ή -ό [fraksionistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο φραξιονισμό ή στο φραξιονιστή: Φραξιονιστική ομάδα / ενέργεια / πάλη.
φραξιονιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φραξιονιστ(ής) -ικός]



