Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουριόζος
1 εγγραφή
φουριόζος -α -ο [furjózos] Ε4 : που κινείται, που ενεργεί με βιασύνη, με ορμή και ως ουσ.: Πηγαινοέρχεται φουριόζα και πολυάσχολη. Ήρθε / έφυγε ~.

[ιταλ. furioso ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες