Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορμάικα
1 εγγραφή
φορμάικα η [formáika] Ο27α : φύλλο από συνθετικό υλικό, λεπτό και ανθεκτικό, που χρησιμοποιείται ως επένδυση σε έπιπλα: Tραπέζι / καρέκλα (από) ~.

[αγγλ. Formica σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες