Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοινικιά η [finiká] Ο24 : ο φοίνικας 1.
[φοινίκ(ι) `χουρμάς΄ (δες στο φοινίκι) -ιά ή αρχ. φοινικ- (δες στο φοίνικας 1) -ιά αναλ. προς άλλα ον. δέντρων σε -ιά 1]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[φοινίκ(ι) `χουρμάς΄ (δες στο φοινίκι) -ιά ή αρχ. φοινικ- (δες στο φοίνικας 1) -ιά αναλ. προς άλλα ον. δέντρων σε -ιά 1]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |