Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλεβικός
1 εγγραφή
φλεβικός -ή -ό [flevikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στις φλέβες: Φλεβικό αίμα / σύστημα. Φλεβική ανεπάρκεια.

[λόγ. < αρχ. φλεβικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες