Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φλάμπουρο
1 item total
φλάμπουρο το [flámburo] Ο41 : 1. είδος πολεμικής σημαίας· (πρβ. λάβα ρο): Οι αντίπαλοι στρατοί παρατάχτηκαν με τα φλάμπουρά τους να ανεμίζουν στον αέρα. 2. (μτφ.) σύμβολο μιας ιδέας, ενός ιδανικού, σημαία: Έκαναν ~ του αγώνα τους την ισότητα και τη δικαιοσύνη.

[μσν. φλάμπουρον < *φλάμπουλον (ανομ. υγρών [l-l > l-r] ) < φλάμουλον (τρο πή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελνστ. φλάμμουλ(α) -ον < υστλατ. flammula `σημαία του ιππικού΄ (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατ. flamma)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go