Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλόμουσος -η -ο [filómusos] Ε5 : που αγαπάει τη μουσική, τις εκδηλώσεις που την αφορούν: Tο φιλόμουσο κοινό. || (ως ουσ.) ο φιλόμουσος: H είδηση της δημιουργίας Όπερας χαροποίησε τους φιλόμουσους.
[λόγ. < αρχ. φιλόμουσος]



