Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλο*
78 εγγραφές [71 - 78]
φιλοτουρκικός -ή -ό [filoturkikós] Ε1 : που υποστηρίζει ή ευνοεί τους Tούρκους· τουρκόφιλος.

[λόγ. φιλο- + τουρκικός]

φιλόφρονας [filófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : φιλόφρων.

[λόγ. < αρχ. φιλόφρων, αιτ. -ονα]

φιλοφρόνηση η [filofrónisi] Ο33 : έκφραση (συνήθ. λεκτική) συμπάθειας, επαίνου ή και κολακείας προς κπ.· κοπλιμέντο: Aντάλλαξαν μεταξύ τους φιλοφρονήσεις. Δε σου το λέω ως ~, το εννοώ!

[λόγ. < ελνστ. φιλοφρόνη(σις) `ευγένεια, περιποίηση΄ -ση]

φιλοφρονητικός -ή -ό [filofronitikós] Ε1 : που γίνεται με διάθεση φιλοφρόνησης, που εκφράζει φιλοφρόνηση: Φιλοφρονητικά λόγια.

[λόγ. < ελνστ. φιλοφρονητικός]

φιλοφροσύνη η [filofrosíni] Ο30 : φιλική, ευγενική διάθεση και συμπεριφορά προς κπ.

[λόγ. < αρχ. φιλοφροσύνη]

φιλόφρων -ων -ον [filófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που τον χαρακτηρίζει φιλοφροσύνη: ~ συμπεριφορά. φιλοφρόνως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φιλόφρων· λόγ. < αρχ. φιλοφρόνως]

φιλοχρηματία η [filoxrimatía] Ο25 : υπερβολική αγάπη για το χρήμα, έντονη επιθυμία, τάση για την απόκτησή του.

[λόγ. < αρχ. φιλοχρηματία]

φιλοχρήματος -η -ο [filoxrímatos] Ε5 : που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, που δίνει μεγάλη σημασία στην απόκτησή του· παραδόπιστος.

[λόγ. < αρχ. φιλοχρήματος]

< Προηγούμενο   1... 4 5 6 7 [8]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες