Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 78 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλοτελισμός ο [filotelizmós] Ο17 : η δραστηριότητα, η ενασχόληση που σχετίζεται με τη γνώση, με τη συλλογή (και την εμπορία) των γραμματοσήμων.
[λόγ. < γαλλ. philatélisme, philatélie < αρχ. φιλ(ο)- + ἀτέλ(εια) με παρερμηνεία της αρχ. φρ. ἐξ ἀτελείας `δωρεάν΄ ( [a > o] κατά το φιλο-) -isme = -ισμός]
- φιλοτελιστής ο [filotelistís] Ο7 θηλ. φιλοτελίστρια [filotelístria] Ο27 : αυτός που έχει γνώσεις γύρω από τα γραμματόσημα, που ασχολείται συστηματικά με τη συλλογή τους: Ειδική έκδοση γραμματοσήμου για τους φιλοτελιστές.
[λόγ. < γαλλ. philatéliste < philatél(ie) = φιλοτελ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. φιλοτελισ(τής) -τρια]
- φιλότεχνος -η -ο [filótexnos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) ο φιλότεχνος, αυτός που αγαπάει την τέχνη και ειδικότερα τις καλές τέχνες και τα εικαστικά: Στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής και γλυπτικής παραβρέθηκαν πολλοί φιλότεχνοι της πόλης μας.
[λόγ. < αρχ. φιλότεχνος]
- φιλοτεχνώ [filotexnó] -ούμαι Ρ10.9 : κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κτ. με επιμέλεια, με ζήλο και μαστοριά και με προθέσεις κυρίως αισθητικές, καλλιτεχνικές: Tο έργο είναι φιλοτεχνημένο από γνωστό γλύπτη.
[λόγ. < αρχ. φιλοτεχνῶ]
- φιλοτιμία η [filotimía] Ο25 : η ιδιότητα του φιλότιμου ανθρώπου. || το φιλότιμο. (έκφρ.) κάνω την ανάγκη ~, αυτό που πρέπει να κάνω αναγκαστικά, το εμφανίζω σαν να το κάνω οικειοθελώς.
[λόγ. < αρχ. φιλοτιμία `αγάπη για τιμή ή διάκριση΄ κατά τη σημ. του λαϊκού φιλότιμο]
- φιλότιμο το [filótimo] Ο41 : 1. ιδιαίτερη, αυξημένη ευαισθησία, ως στοιχείο του χαρακτήρα κάποιου σε σχέση με την προσωπική τιμή, την αξιοπρέπειά του και γενικότερα με την εικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι (η κοινωνία, το περιβάλλον) γι΄ αυτόν: Για ένα ~ ζει ο άνθρωπος. Tου έθιξε το ~, τον πρόσβαλε. H ελληνική λέξη “φιλότιμο” δεν έχει ακριβή μετάφραση στις ξένες γλώσσες. (έκφρ.) φέρνω κπ. στο ~, τον φιλοτιμώ. έρχομαι στο ~, φιλοτιμούμαι. 2. προθυμία, ευσυνειδησία στην εκτέλεση καθήκοντος, εργασίας: Δούλεψαν, εργάστηκαν με ~.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. φιλότιμος (πρβ. ελνστ. τό φιλότιμον `γενναιοδωρία΄)]
- φιλότιμος -η -ο [filótimos] Ε5 : α. που διαθέτει, που επιδεικνύει φιλότιμο. ANT αφιλότιμος: Είναι φιλότιμο και εργατικό παιδί. β. που γίνεται με φιλότιμο: Kατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες.
φιλότιμα ΕΠIΡΡ. [α: αρχ. φιλότιμος `που προσπαθεί, φιλόδοξος΄ (ελνστ. σημ.: `γενναιόδωρος΄)· β: λόγ. < αρχ. φιλότιμος]
- φιλοτιμώ [filotimó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : (σπανιότ.) χειρίζομαι κπ. έτσι, ώστε να διεγείρω, να ενεργοποιήσω το φιλότιμό του. || (συνήθ. παθ.) επιδεικνύω ζήλο και προθυμία ή παρακινούμαι από το φιλότιμο να κάνω κτ.: Δε φιλοτιμήθηκε κανείς να με βοηθήσει, ενώ έβλεπαν πως είχα ανάγκη.
[ενεργ. < αρχ. φιλοτιμοῦμαι `αγαπώ τις τιμές, φιλοδοξώ΄]
- φιλοτομαρισμός ο [filotomarizmós] Ο17 : (μειωτ.) αντίληψη και συμπερι φορά κάποιου, που συνίσταται στην υπερβολική και αποκλειστική φροντί δα για το άτομό του και για την καλοπέρασή του: Ο ~ του δεν τον αφήνει να δει τίποτα πέρα από τη ζωούλα του.
[λόγ. φιλοτομαρ(ιστής) -ισμός]



