Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλεύσπλαχνος -η -ο [filéfsplaxnos] Ε5 : που συμπαθεί, φροντίζει και βοηθάει αυτούς που πάσχουν, που έχουν ανάγκη.
[λόγ. < ελνστ. φιλεύσπλαγχνος με αποβ. του ριν. πριν από [x] ]



