Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλί
18 εγγραφές [11 - 18]
φίλιππος -η -ο [fílipos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) ο φίλιππος, φίλος των αλόγων, και ειδικότερα των αγώνων με άλογα, των ιπποδρομιών.

[λόγ. < αρχ. φίλιππος]

φιλισταϊκός -ή -ό [filistaikós] Ε1 : που είναι στενών αντιλήψεων, μικρόψυχος, εγωιστικός και υποκριτικός: Φιλισταϊκή συμπεριφορά.

[λόγ. φιλιστα(ίος) -ικός]

φιλισταίος ο [filistéos] Ο18 : χαρακτηρισμός για άτομο στενών αντιλήψεων, με μικρόψυχη, εγωιστική και υποκριτική συμπεριφορά.

[λόγ. εν. < ελνστ. Φιλισταῖοι, Φιλιστιαῖοι, Φυλιστιαῖοι (από τα εβρ.) λαός εχθρικός προς τους Εβραίους, σημδ. γερμ. Ρhilister & μέσω του γαλλ. philistin < υστλατ. Ρhilistinus < ελνστ. Φιλισταῖοι]

φιλισταϊσμός ο [filistaizmós] Ο17 : συμπεριφορά, στάση που χαρακτηρίζεται από στενότητα αντιλήψεων, από μικρόψυχο εγωισμό και από υποκρισία: Mικροαστικός ~.

[λόγ. Φιλιστα(ίος) -ισμός μτφρδ. γερμ. Ρhilisterei & μέσω του γαλλ. philistinisme]

φίλιωμα το [filoma] Ο49 : (οικ.) η αποκατάσταση διαταραγμένων σχέσεων· συμφιλίωση, μόνοιασμα.

[φιλιώ(νω) -μα]

φιλιώνω [filóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) α. μεσολαβώ και αποκαθιστώ τις σχέσεις μεταξύ κάποιων που ήταν μαλωμένοι· συμφιλιώνω, μονοιάζω: Δε μιλιού νταν μεταξύ τους, μα στο τέλος τους φίλιωσα. β. αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κπ. ή με κάποιους που ήμουν μαλωμένος· συμφιλιώνομαι, μονοιάζω: Aλλάξανε βαριές κουβέντες και δε φίλιωσαν ακόμα.

[ελνστ. φιλι(ῶ) -ώνω]

φιλώ [filó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : αγγίζω με τα χείλια (ελαφρά προτεταμένα και συνήθ. μισάνοιχτα) για να εκδηλώσω έρωτα, αγάπη, σεβασμό κτλ. προς κάποιο πρόσωπο (γενικότ. έμψυχο) ή αντικείμενο: ~ κπ. στο μάγουλο / στο μέτωπο / στο στόμα. ~ το χέρι κάποιου, ως ένδειξη σεβασμού, ευγνωμοσύνης ή ως φιλοφρόνηση. Έκανε το σταυρό της και φίλησε τη θαυματουργή εικόνα. Tην αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά / παθιασμέ να. (προφ.) σε / σας ~!, χαιρετισμός (συνήθ. στο τέλος συνομιλίας, συνδιάλεξης, επιστολής κτλ.) προς οικείο πρόσωπο. Φίλα μου τα παιδιά! (όρκος) ~ σταυρό, ορκίζομαι, επιβεβαιώνω ότι λέω αλήθεια. ΦΡ ~ κατουρημένες ποδιές*. ΠAΡ Xέρι που δεν μπορείς να (το) δαγκάσεις, φίλα το, να συμβιβάζεσαι, να υποκύπτεις σε αντίπαλο που είσαι ανίσχυρος να βλάψεις. || (παθ.) ανταλλάσσω φιλιά με κπ.: Aγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν συγκινημένοι. Έπιασε τον άντρα της να φιλιέται με μια ξανθιά.

[αρχ. φιλῶ (αρχική σημ.: `αγαπώ΄)]

φινιστρίνι το [finistríni] & φιλιστρίνι το [filistríni] Ο44 : καθένα από τα στρογγυλά παραθυράκια στα πλευρά των πλοίων, από όπου φωτίζονται και αερίζονται οι καμπίνες: Tο κύμα έφτανε ως τα φινιστρίνια. || (επέκτ.) κάθε μικρό και στρογγυλό παράθυρο: Στα μοντέρνα σπίτια της δεκαετίας του ΄50 ήταν της μόδας τα φινιστρίνια.

[ιταλ. αρσ. finestrino, πληθ. finestrini που θεωρήθηκε ουδ. εν., με προχωρ. αφομ. [i-e > i-i] · ανομ. [n-n > l-n] ]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες