Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φερομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
φέρομαι [férome] & (προφ.) φέρνομαι [férnome] Ρ αόρ. φέρθηκα, απαρέμφ. φερθεί : αντιδρώ στα εξωτερικά ερεθίσματα με ορισμένο τρόπο, έχω ορισμένη συμπεριφορά· συμπεριφέρομαι1: (Δε) φέρεται καλά / ευγενικά / σωστά. Mου φέρνεται άσκημα / βάναυσα / άψογα. Φέρσου έξυπνα / σωστά / σαν κύριος. Δεν ξέρει να φερθεί. Δεν έπρεπε να φερθεί έτσι σ΄ εμένα. ΦΡ ~ με το γάντι*.

[λόγ. < σπάν. ελνστ. φέρομαι & σημδ. γαλλ. se porter· μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά την εξέλ. φέρω > φέρνω]

φέρω [féro] -ομαι Ρ αόρ. έφερα, απαρέμφ. φέρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1α. κρατώ, βαστώ, σηκώνω κτ.: (Δεν) κρίθηκαν ικανοί να φέρουν όπλα. || (κυριολ. και μτφ.): Είναι βαρύ το φορτίο που φέρει στους ώμους του. (έκφρ.) ~ κτ. βαρέως*. ~ κτ. εις πέρας*. β. στηρίζω, υποβαστάζω. 2. (γενικότ.) έχω κτ. και (ειδικότ.) έχω κτ. επάνω μου είτε από τη φύση μου είτε πρόσθετο: Tο φυτό φέρει μίσχο μακρύ και λεπτό. Tο αρσενικό του ζώου φέρει κέρατα. Tο έγγραφο φέρει σφραγίδα / υπογραφή. Είμαι υπερήφανος, γιατί ~ το όνομα του Έλληνα. Φέρει τον τίτλο του προέδρου. Δε ~ καμιά ευθύνη. || φοράω: Kατά την τελετή έφερε τη στολή και τα παράσημά του. 3. επιβάλλω πλήρως τη θέλησή μου σε κπ., τον κατευθύνω, συνήθ. στις εκφράσεις άγεται και φέρεται, για άτομο με ανίσχυρη, ασθενή βούληση, προσωπικότητα: Άγεται και φέρεται από τα πάθη του. άγω και ~ κπ., τον κάνω να ενεργεί όπως εγώ. 4. (συχνά στο γ' πρόσ.) υπάρχει για κπ. ή για κτ. η πληροφορία, η φήμη· αναφέρεται, θεωρείται: Φέρονται ως ένοχοι / ως εξαφανισθέντες / ως υπουργήσιμοι. Οι πληροφορίες / οι φήμες / οι διαδόσεις τον φέρουν ως ύποπτο μεγάλης απάτης.

[λόγ.: 1α, 3: αρχ. φέρω, -ομαι· 1β, 2: σημδ. γαλλ. porter· 4: & σημδ. αγγλ. be reported]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες