Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φατνιακός -ή -ό [fatniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα φατνία: Φατνιακή απόφυση. Φατνιακό τόξο / πέταλο. || (γλωσσ.) Φατνιακά σύμφωνα και ως ουσ. τα φατνιακά, οι φθόγγοι που σχηματίζονται με την άκρη της γλώσσας να ακουμπάει στα φατνία των επάνω δοντιών· (πρβ. οδοντικός).
[λόγ. φατνί(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. alvéolaire]



