Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαντάζομαι
1 εγγραφή
φαντάζομαι [fandázome] Ρ2.1β : 1. αναπαριστάνω με το νου, πλάθω με τη φαντασία μου κτ.: Φαντάσου να μπορούσαμε να πετάξουμε. Mπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου / τον κόσμο ύστερα από πενήντα χρόνια; Φανταστείτε τι θα γινόταν, αν συνέβαινε πυρηνικός πόλεμος. Δε φαντάζεσαι τη χαρά μου / την έκπληξή μου / το φόβο μου, όταν τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. ~ πόσο τρόμαξε, όταν το άκουσε. ~ τη σκηνή. Για μια στιγμή φαντάστηκα πως ήμουν πλούσιος. (έκφρ.) για φαντάσου!, για έντο νη έκπληξη, θαυμασμό. 2. σχηματίζω γνώμη, αντίληψη για κτ· πιστεύω, νομίζω, υποθέτω: Δε ~ να πίστεψες αυτές τις ανοησίες. Φαντάστηκε πως θα μπορούσε να με ξεγελάσει. Δε φανταζόμουνα ότι θα μου έλεγε ψέμα τα / ότι θα έφευγε. Είσαι γελασμένος, αν φαντάζεσαι πως θα υποχωρή σω. Aυτό θα σας ικανοποιήσει, ~. Mπορώ να τον δω; -~, ναι. Δεν ήταν τόσο δύσκολο, όσο φαντάστηκα στην αρχή. Tι φαντάστηκες;, τι νόμισες;

[αρχ. φαντάζω, -ομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες