Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φέρων -ουσα -ον [féron] Ε12 : (λόγ.) 1. που στηρίζει, που υποβαστάζει: Ο ~ οργανισμός / σκελετός / τοίχος ενός κτιρίου / οικοδομήματος, το τμήμα εκείνο που προορίζεται να στηρίζει άλλα τμήματα του οικοδομήματος. 2. (τεχν., συνήθ. ως ουσ.) το φέρον, η υψηλή συχνότητα πάνω στην οποία φορτώνεται η χαμηλή ή ακουστική συχνότητα της ομιλίας ή της μουσικής, για να μπορεί να εκπεμφθεί: Tο (τηλεοπτικό) φέρον κύμα, το ηλεκτρομαγνητικό κύμα που μεταφέρει την (τηλεοπτική) εικόνα.
[λόγ.: 1: αρχ. φέρων μεε. του ρ. φέρω (δες λ.) κατά τη σημ. του φέρω1β· 2: σημδ. αγγλ. carrier (διαφ. το αρχ. τό φέρον `το πεπρωμένο΄)]