Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υ
895 εγγραφές [101 - 110]
υδροηλεκτρικός -ή -ό [iδroilektrikós] Ε1 : που έχει σχέση με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδατοπτώσεις: ~ σταθμός. Yδροηλεκτρικά έργα. Yδροηλεκτρική ενέργεια. Yδροηλεκτρικό εργοστάσιο.

[λόγ. < γαλλ. hydroélectrique < hydro- = υδρο- + électrique = ηλεκτρικός]

υδρόθειο το [iδróθio] Ο42 : (χημ.) αέριο εύφλεκτο, δύσοσμο και δηλητηριώδες, χημική ένωση θείου και υδρογόνου.

[λόγ. υδρο- + θείον μτφρδ. γαλλ. hydrogène sulphuré]

υδροθεραπεία η [iδroθerapía] Ο25 : θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στη χρήση του νερού.

[λόγ. < γαλλ. hydrothérapie < hydro- = υδρο- + -thérapie = -θεραπεία]

υδροθεραπευτικός -ή -ό [iδroθerapeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην υδροθεραπεία: Yδροθεραπευτική μέθοδος.

[λόγ. υδρο- + θεραπευτικός μτφρδ. γαλλ. hydrothérapique (hydro- = υδρο-, thérapique < thérapie = θεραπεία)]

υδροκεφαλία η [iδrokefalía] Ο25 : πάθηση που οφείλεται στη συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα.

[λόγ. < γαλλ. hydrocéphalie < hydrocéphal(e) < ελνστ. ὑδροκέφαλ(ον πάθος) -ie = -ία]

υδροκεφαλισμός ο [iδrokefalizmós] Ο17 : η υπερβολική και αφύσικη διόγκωση του κεντρικού τμήματος ενός συνόλου σε βάρος του υπολοίπου: Ο ~ της Aθήνας θα αντιμετωπιστεί με την αποκέντρωση των διοικητικών υπηρεσιών και των βιομηχανικών μονάδων.

[λόγ. υδροκέφαλ(ος) -ισμός]

υδροκέφαλος -η -ο [iδrokéfalos] Ε5 : 1.που πάσχει από υδροκεφαλία. || (ως ουσ.) ο υδροκέφαλος. 2. (μτφ.) του οποίου το κέντρο απορροφά όλες τις δραστηριότητες και συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες σε βάρος της περιφέρειας: Yδροκέφαλο κράτος. || Yδροκέφαλη πρωτεύουσα.

[λόγ. < ελνστ. ὑδροκέφαλ(ον πάθος) -ος]

υδροκινητήρας ο [iδrokinitíras] Ο2 : κινητήρας που λειτουργεί με τη ροή του νερού.

[λόγ. υδρο- + κινη(τήρ) -τήρας]

υδροκίνητος -η -ο [iδrokínitos] Ε5 : που λειτουργεί, που κινείται με νερό.

[λόγ. υδρο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ.(;) water-driven]

υδροκυάνιο το [iδrokiánio] Ο40 : (χημ.) ένωση υδρογόνου και κυανίου, υγρό άχρωμο το οποίο είναι πολύ ισχυρό δηλητήριο.

[λόγ. υδρο- + κυάνιον μτφρδ. αγγλ.(;) hydrocyanic acid]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...90   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες