Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
321 εγγραφές [261 - 270] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποταχτικός ο [ipotaxtikós] Ο17 : (παρωχ.) υπηρέτης στην υπηρεσία κάποιου, συνήθ. ενός μεγαλοκτηματία ή μιας μονής: Είχε το χωριό τσιφλίκι του και τους χωριάτες υποταχτικούς του. || Tι νομίζει, ότι είμαστε όλοι υποταχτικοί του;
[λόγ. < υποτακτικός 1 με προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- υποταχτικός -ή -ό [ipotaxtikós] Ε1 : (προφ.) υποτακτικός 1.
[ελνστ. ὑποτακτικός (δες υποτακτικός 1) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- υποτείνουσα η [ipotínusa] Ο27 : (μαθημ.) η πλευρά του ορθογώνιου τριγώνου που είναι απέναντι από την ορθή γωνία.
[λόγ. < αρχ. ὑποτείνουσα]
- υποτέλεια η [ipotélia] Ο27 : η κατάσταση του υποτελούς: Φόρος* υποτέλειας.
[λόγ. υποτελ(ής) -εια]
- υποτελής -ής -ές [ipotelís] Ε10 : για χώρα ημιανεξάρτητη, που δεν έχει πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κάποια άλλη: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν υποτελείς στην Οθωμανική Aυτοκρατορία. (Xώρα) φόρου* ~. || (για πρόσ.): Kόμητες / βαρόνοι υποτελείς στο βασιλιά.
[λόγ. < αρχ. ὑποτελής]
- υποτίμηση η [ipotímisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποτιμώ. 1. επίσημη μείωση της αξίας της νομισματικής μονάδας έναντι άλλων νομισμάτων. ANT ανατίμηση: H ~ ενθαρρύνει τις εξαγωγές, αλλά αυξάνει το εξωτερικό χρέος της χώρας. Έγινε ~ της δραχμής έναντι του δολαρίου. 2. εκτίμηση για την αξία ή τη σημασία ενός προσώπου ή ενός πράγματος, που το κρίνει ως κατώτερο, χειρότερο ή λιγότερο σημαντικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: ~ του αντιπάλου / των κινδύνων. ANT υπερτίμηση.
[λόγ. < ελνστ. ὑποτίμη(σις) `εκτίμηση φορολογικών υποχρεώσεων΄ -ση, 1: σημδ. γαλλ. dépréciation, dévaluation· 2: κατά τη σημ. του υποτιμώ2]
- υποτιμώ [ipotimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.μειώνω, ελαττώνω την τιμή πωλήσεως ενός εμπορεύματος. ANT ανατιμώ: Aναμένεται να υποτιμηθούν βασικά είδη διατροφής. || Yποτιμήθηκε η δραχμή, μειώθηκε επίσημα η αξία της έναντι άλλων νομισμάτων. 2. θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι κατώτερος ή λιγότερο σημαντικός από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. ANT υπερτιμώ: Nομίζω ότι υποτιμήσαμε τους αντιπάλους μας. Yποτίμησα τις ικανότητές του. Mην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.
[λόγ.: 2: αρχ. ὑποτιμῶ· 1: σημδ. γαλλ. déprécier, dévaluer]
- υποτιτλισμός ο [ipotitlizmós] Ο17 : η απόδοση των διαλόγων σε ξενόγλωσσες κινηματογραφικές ταινίες ή ξενόγλωσσα τηλεοπτικά προγράμματα, για να προβληθούν ως υπότιτλοι.
[λόγ. υπότιτλ(ος) -ισμός]
- υπότιτλος ο [ipótitlos] Ο20α : 1.τίτλος που βρίσκεται κάτω από τον κύριο τίτλο ενός κειμένου. 2. (πληθ.) σε ξενόγλωσσες κινηματογραφικές ταινίες ή ξενόγλωσσα τηλεοπτικά προγράμματα, η απόδοση των διαλόγων που προβάλλεται στο κάτω μέρος της εικόνας. || το σύντομο επεξηγηματικό κείμενο που προβάλλεται ανάμεσα στα πλάνα μιας ταινίας του βωβού κινηματογράφου.
[λόγ. υπο- τίτλος μτφρδ. γαλλ. sous-titre]
- υποτονθορίζω [ipotonθorízo] Ρ2.1α : (λόγ.) μουρμουρίζω1α.
[λόγ. < ελνστ. ὑποτονθορύζω (& σφαλερή γραφή -ίζω)]