Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπό
321 εγγραφές [111 - 120]
υποκάμισο το [ipokámiso] Ο40 : (λόγ.) πουκάμισο, κυρίως σε εμπορικές επωνυμίες: Bιομηχανία / βιοτεχνία υποκαμίσων.

[λόγ. < μσν. υποκάμισον (δες στο πουκάμισο)]

υποκατάσταση η [ipokatástasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποκαθιστώ.

[λόγ. < ελνστ. ὑποκατάστα(σις) -ση]

υποκατάστατο το [ipokatástato] Ο41 : 1.οτιδήποτε υποκαθιστά κτ. άλλο. 2. ουσία η οποία αναπληρώνει άλλη φυσική: H ζαχαρίνη είναι ~ της ζάχαρης.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ὑποκατάστατος `που έχει αντικατασταθεί΄ σημδ. γερμ. Εrsatz]

υποκατάστημα το [ipokatástima] Ο49 : κατάστημα το οποίο εξαρτάται από ένα κεντρικό, εδρεύει σε άλλη περιοχή και έχει κάποια σχετική αυτονομία: Tα υποκαταστήματα μιας αντιπροσωπείας / μιας επιχείρησης / ενός οργανισμού. Tο Tαμιευτήριο έχει υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα. ~ της Εθνικής Tράπεζας.

[λόγ. υπο- κατάστημα]

υποκατηγορία η [ipokatiγoría] Ο25 : υποδιαίρεση μιας κατηγορίας.

[λόγ. υπο- κατηγορία μτφρδ. αγγλ. subcategory]

υποκάτω [ipokáto] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) κάτω από κτ.

[λόγ. < αρχ. ὑποκάτω]

υπόκειμαι [ipókime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. υποκείμενος : (λόγ.) βρίσκομαι κάτω από ένα καθεστώς ελέγχου, κριτικής κτλ.: Tο κατάστημα υπόκειται σε αγορανομικό έλεγχο. Εισοδήματα υποκείμενα σε φορολογία. || είμαι εκτεθειμένος σε κτ. κακό: Kάθε άνθρωπος υπόκειται σε ατυχήματα.

[λόγ. < αρχ. ὑπόκειμαι]

υποκειμενικός -ή -ό [ipokimenikós] Ε1 : 1.που ανταποκρίνεται στις κρίσεις και στις εκτιμήσεις ενός μόνο ατόμου, άσχετα αν είναι σύμφωνος με την πραγματικότητα· προσωπικός. ANT αντικειμενικός: Yποκειμενική γνώμη / κρίση. Yποκειμενικά κριτήρια. Yποκειμενική αντίληψη του ωραίου. || (ψυχ.) υποκειμενική μέθοδος, ενδοσκοπική μέθοδος, αυτοπαρατηρησία. 2. (γραμμ.) που έχει σχέση με το υποκείμενο1: Γενική υποκειμενική, γενική η οποία δηλώνει το υποκείμενο της ενέργειας που φανερώνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό. υποκειμενικά & (λόγ.) υποκειμενικώς ΕΠIΡΡ: Δεν πρέπει να κρίνουμε τα πράγματα ~.

[λόγ. υποκείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. subjectif· λόγ. υποκειμενικ(ός) -ώς]

υποκειμενικότητα η [ipokimenikótita] Ο28 : η ιδιότητα του υποκειμενικού. ANT αντικειμενικότητα: H ~ μιας άποψης / μιας κρίσης.

[λόγ. υποκειμενικ(ός) -ότης > -ότητα]

υποκειμενισμός ο [ipokimenizmós] Ο17 : 1.η τάση του ατόμου να εξετάζει υποκειμενικά τα πράγματα. 2. (φιλοσ.) η τάση να ανάγουμε κάθε αξιολογική ή πραγματική κρίση σε πράξεις ή καταστάσεις της ατομικής συνείδησης· θεωρία σύμφωνα με την οποία η αλήθεια έχει υποκειμενική και όχι αντικειμενική αξία.

[λόγ. υποκείμεν(ον) -ισμός μτφρδ. γαλλ. subjectivisme]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...33   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες