Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 321 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποτονία η [ipotonía] Ο25 : (ιατρ.) ελάττωση της τονικότητας των μυών.
[λόγ. < διεθ. hypo- = υπο- + αρχ. τόν(ος) `τέντωμα΄ -ia = -ία]
- υποτονικός -ή -ό [ipotonikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) που παρουσιάζει υποτονία. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από χαλαρότητα, έλλειψη οποιασδήποτε έντασης, ζωηρότητας ή ενδιαφέροντος: Yποτονικές αντιδράσεις. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας ήταν πολύ ~. Yποτονική διδασκαλία. Tο προεκλογικό κλίμα ήταν υποτονικό.
υποτονικά ΕΠIΡΡ: Στην προκλητικότητά του αντέδρασε πολύ ~. [λόγ. < διεθ. hypoton(ia) = υποτον(ία) -ic = -ικός]
- υποτονικότητα η [ipotonikótita] Ο28 : η ιδιότητα του υποτονικού2.
[λόγ. υποτονικ(ός) -ότης > -ότητα]
- υποτραχήλιο το [ipotraxílio] Ο40 : (αρχιτ.) το μη ραβδωτό τμήμα του κίονα που βρίσκεται ανάμεσα στον κορμό και στο κιονόκρανο.
[λόγ. < ελνστ. ὑποτραχήλιον]
- υποτροπή η [ipotropí] Ο29 : 1.η επανεμφάνιση των συμπτωμάτων μιας αρρώστιας, παροξυσμός της αρρώστιας μετά τη φαινομενική ίαση: ~ του πυρετού / της γρίπης. 2. (νομ.) η επανάληψη μιας αξιόποινης πράξης από τον ένοχο ενός αδικήματος, για το οποίο του έχει επιβληθεί ποινή: Σε περίπτωση υποτροπής
, αν ξανασυμβεί, αν το ξανακάνει
(έκφρ.) εξ υποτροπής. καθ΄ υποτροπήν.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποτροπή· 2: σημδ. γαλλ. rechute]
- υποτροπιάζω [ipotropiázo] Ρ2.1α : για ασθένεια ή για τα συμπτώματά της που επανεμφανίζονται, όταν έχει ήδη αρχίσει το στάδιο της ανάρρωσης ή μετά τη φαινομενική ίαση: Aν δεν υποτροπιάσει ο άρρωστος
[λόγ. < αρχ. ὑποτροπιάζω]
- υποτροπίαση η [ipotropíasi] Ο33 : το αποτέλεσμα του υποτροπιάζω.
[λόγ. υποτροπια- (υποτροπιάζω) -σις > -ση]
- υποτροπιασμός ο [ipotropiazmós] Ο17 : η υποτροπίαση.
[λόγ. < αρχ. ὑποτροπιασμός]
- υποτροπικός 1 -ή -ό [ipotropikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στην υποτροπή: Yποτροπικά συμπτώματα.
[λόγ. < αρχ. ὑποτροπικός]
- υποτροπικός 2 -ή -ό : 1.(γεωγρ.) Yποτροπική ζώνη, ζώνη που βρίσκεται στα όρια των τροπικών κύκλων, προς την πλευρά των εύκρατων ζωνών. 2. που ανήκει, αναφέρεται, βρίσκεται ή συμβαίνει στην υποτροπική ζώνη: Yποτροπικό κλίμα. Yποτροπικά φυτά.
[λόγ. υπο- τροπικός 1 μτφρδ. γαλλ. subtropical (tropical = τροπικός 1)]



