Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 321 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπομίσθωση η [ipomísθosi] Ο33 : (νομ.) η ενέργεια του υπομισθώνω.
[λόγ. < ελνστ. ὑπομίσθω(σις) -ση]
- υπόμνημα το [ipómnima] Ο49 : α.έγγραφο στο οποίο εκτίθενται στοιχεία, απόψεις, προτάσεις κτλ. σχετικές με ένα θέμα: Yποβάλλω ~. β. (φιλολ.) σύντομος σχολιασμός της επιστημονικής έκδοσης ενός κειμένου: Ερμηνευτικό ~. Yπομνήματα στον Aριστοτέλη. Kριτικό ~, το τμήμα κριτικής έκδοσης ενός παλαιότερου κειμένου που περιέχει πληροφορίες για τις διαφορετικές γραφές που έχουν βρεθεί στα χειρόγραφα του κειμένου και για τις νεότερες επεμβάσεις ή διορθώσεις των μελετητών του. γ. (γενικότ.) σύνολο επεξηγηματικών πληροφοριών: Tο ~ ενός γεωγραφικού χάρτη.
[λόγ.: α: αρχ. ὑπόμνημα· β, γ: ελνστ. σημ.]
- υπομνηματίζω [ipomnimatízo] -ομαι Ρ2.1 : συνοδεύω την έκδοση ενός κειμένου με υπόμνημα: Yπομνηματισμένη έκδοση.
[λόγ. < ελνστ. ὑπομνηματίζομαι `συντάσσω υπόμνημα΄ ενεργ. κατά το γαλλ. commenter]
- υπομνηματικός -ή -ό [ipomnimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το υπόμνημα.
[λόγ. < ελνστ. ὑπομνηματικός]
- υπομνηματισμός ο [ipomnimatizmós] Ο17 : η ενέργεια του υπομνηματίζω.
[λόγ. < μσν. υπομνηματισμός (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ὑπομνηματισμός `υπόμνημα΄]
- υπομνηματιστής ο [ipomnimatistís] Ο7 : αυτός που υπομνηματίζει το έργο ενός παλαιότερου συγγραφέα.
[λόγ. < ελνστ. ὑπομνηματιστής]
- υπόμνηση η [ipómnisi] Ο33 : υπενθύμιση: Θα σου κάνω μόνο μια απλή ~. Θα έφτανε μια απλή ~.
[λόγ. < αρχ. ὑπόμνη(σις) -ση]
- υπομνηστικός -ή -ό [ipomnistikós] Ε1 : που χρησιμεύει για υπόμνηση: Yπομνηστικό σημείωμα.
[λόγ. < ελνστ. ὑπομνηστικός]
- υπομοίραρχος ο [ipomírarxos] Ο20α : (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ανθυπομοίραρχο και κατώτερος από το μοίραρχο, αντίστοιχος με τον υπολοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. υπο- μοίραρχος]
- υπομονεύω [ipomonévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ., λογοτ.) κάνω, δείχνω υπομονή.
[υπομον(ή) -εύω]



