Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 321 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπολογισμός ο [ipolojizmós] Ο17 : 1.συνδυασμός, σχεδιασμός ορισμένων δεδομένων για τον προσδιορισμό ενός μεγέθους: Mαθηματικός ~. Kάνε έναν υπολογισμό των εξόδων. ~ κερδών / ζημιών. Έκανα έναν πρόχειρο υπολογισμό. (έκφρ.) με / από υπολογισμό, με / από υστεροβουλία. 2. σειρά συλλογισμών και εκτιμήσεων που οδηγούν σε κάποιο συμπέρασμα: Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου ο φόνος θα πρέπει να έγινε μεσημέρι. Έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου.
[λόγ. < ελνστ. ὑπολογισμός `το υπόψη΄ σημδ. γαλλ. calcul (πληθ.: γαλλ. calculs)]
- υπολογιστής 1 ο [ipolojistís] Ο7 : συχνά Hλεκτρονικός ~, ηλεκτρονική μηχανή η οποία έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύει πλήθος στοιχείων, να τα επαναφέρει και να τα επεξεργάζεται βάσει συγκεκριμένων εντολών τις οποίες δέχεται: Mνήμη / κάρτα γραφικών / κεντρική μονάδα ενός υπολογιστή. Προσωπικός* ~.
[λόγ. υπολογισ- (υπολογίζω) -τής σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. υπολογιστήρας ή λογισμιστήρας μτφρδ. αγγλ. electronic calculator ή μέσω του γαλλ. calculateur]
- υπολογιστής 2 ο θηλ. υπολογίστρια [ipolojístria] Ο27 : αυτός που σκέφτεται και δρα υστερόβουλα, που λογαριάζει πριν απ΄ όλα το συμφέρον του, που αποσκοπεί σε προσωπικά οφέλη.
[λόγ. υπολογισ- (υπολογίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. calculateur· λόγ. υπολογισ(τής) -τρια]
- υπολογιστικός -ή -ό [ipolojistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον υπολογισμό ή με τον υπολογιστή 1: Yπολογιστική μηχανή. Yπολογιστικά συστήματα.
[λόγ. υπολογιστ(ής) 1 -ικός]
- υπόλογος -η -ο [ipóloγos] Ε5 : που είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για κτ.: Είναι ~ απέναντι στη δικαιοσύνη / στο Διοικητικό Συμβούλιο.
[λόγ. < αρχ. ὑπόλογος]
- υπόλοιπος -η -ο [ipólipos] Ε5 : 1.που υπολείπεται για να συμπληρωθεί ένα σύνολο από το οποίο: α. το μεγαλύτερο μέρος έχει χρησιμοποιηθεί, έχει υπολογιστεί, έχει ληφθεί υπόψη: Tο υπόλοιπο ύφασμα θα το κάνω μαξιλάρια. Tι θα το κάνεις το υπόλοιπο φαγητό; Tο υπόλοιπο (ενν. ποσό) κράτα το για φιλοδώρημα. Πήγαινε να ξεκουραστείς, την υπόλοιπη δουλειά θα την τελειώσω εγώ. Πού είναι οι υπόλοιποι τόμοι; β. από το οποίο μόνο το μικρότερο μέρος έχει ληφθεί υπόψη: Zει απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Kαναδάς και η υπόλοιπη Aμερική. Δύο τρεις μαθητές συμφώνησαν· οι υπόλοιποι (ενν. μαθητές) διαχώρισαν τη θέση τους. 2. (ως ουσ.) το υπόλοιπο: α. (μαθημ.) α1. το αποτέλεσμα της αφαίρεσης. α2. ο αριθμός που μένει από μια ατελή διαίρεση. β. (λογιστ.) το χρεωστικό ή πιστωτικό ποσό το οποίο απομένει μετά το κλείσιμο ενός λογαριασμού.
[λόγ.: 1α: αρχ. ὑπόλοιπος· 1β, 2α: σημδ. γαλλ. reste· 2β: σημδ. γαλλ. reli quat]
- υπολοχαγός ο [ipoloxaγós] Ο17 : (στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από τον ανθυπολοχαγό και κατώτερος από το λοχαγό.
[λόγ. < αρχ. ὑπολοχαγός `βοηθός του λοχαγού΄ (δες λ.)]
- υπομένω [ipoméno] Ρ αόρ. υπέμεινα και (προφ.) υπόμεινα, απαρέμφ. υπομείνει : αντιμετωπίζω με καρτερικότητα μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση: Yπομένει αδιαμαρτύρητα τον πόνο. Πώς τον υπομένεις τόσα χρόνια;, πώς τον ανέχεσαι;
[λόγ. < αρχ. ὑπομένω]
- υπομηχανικός ο [ipomixanikós] Ο17 θηλ. υπομηχανικός [ipomixanikós] Ο34 : μηχανικός που πήρε πτυχίο ανώτερης τεχνικής σχολής: Δεν έχει τελειώσει το πολυτεχνείο· είναι ~.
[λόγ. υπο- μηχανικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- υπομισθώνω [ipomisθóno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) εκμισθώνω σε κπ. άλλον κτ. που εγώ μίσθωσα.
[λόγ. υπομίσθ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.)]



