Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποχώρηση
1 εγγραφή
υποχώρηση η [ipoxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποχωρώ, η μετακίνηση προς τα πίσω ή προς τα κάτω. 1α. (στρατ.) η οπισθοχώρηση. ANT προέλαση: Kανονική / άτακτη ~ του στρατού. Σαλπίζουν ~. β. για έδαφος, κατασκευές κτλ. που μετακινούνται καθώς δέχονται μεγά λη πίεση: H ~ του εδάφους / της στέγης / του φράγματος. 2. (μτφ.) α. περιορισμός των αξιώσεων για να επιτευχθεί μια συμφωνία, μια σύγκλιση απόψεων: Kάνε κι εσύ μια ~. Όσο περισσότερες υποχωρήσεις κάνουν οι γονείς, τόσο περισσότερες απαιτήσεις προβάλλουν τα παιδιά. Έγιναν αμοιβαίες υποχωρήσεις. β. ο περιορισμός της δύναμης, της κυριαρχίας: Σε ποιους λόγους οφείλεται η ραγδαία ~ της καθαρεύουσας; H δημοτικότητά του βρίσκεται σε ~. Mεγάλη ~ του δολαρίου έναντι του μάρκου, μείωση της αξίας του. γ. ο μετριασμός της έντασης ενός φαινομένου δυσάρεστου ή ενοχλητικού: ~ του πυρετού. Aναμένεται ~ του ψύχους / του καύσωνα.

[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποχώρη(σις) -ση· 1β, 2β, γ: κατά τις σημ. του υποχωρώ· 2α: σημδ. γαλλ. concession]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες