Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποτροπιάζω
1 εγγραφή
υποτροπιάζω [ipotropiázo] Ρ2.1α : για ασθένεια ή για τα συμπτώματά της που επανεμφανίζονται, όταν έχει ήδη αρχίσει το στάδιο της ανάρρωσης ή μετά τη φαινομενική ίαση: Aν δεν υποτροπιάσει ο άρρωστος…

[λόγ. < αρχ. ὑποτροπιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες