Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποδοχή
1 item total
υποδοχή η [ipoδoxí] Ο29 : I.η ενέργεια του υποδέχομαι, το σύνολο των εκδηλώσεων με τις οποίες υποδεχόμαστε κπ. α. Για την ~ του πατέρα πήγαν όλοι στο σταθμό. Tο Διοικητικό Συμβούλιο θα παρευρεθεί στην ~ των ξένων επισήμων. β. ο τρόπος με τον οποίο δέχεται κάποιος κπ. που έρχεται να τον συναντήσει: Θερμή / ψυχρή / ενθουσιώδης ~. || (επέκτ.) για κτ. που γίνεται δεκτό από ένα ευρύτερο κοινό: H ~ του νέου του βιβλίου ήταν θερμή / ψυχρή. Έτυχε ενθουσιώδους / αρνητικής υποδοχής. || Aίθου σα υποδοχής. II. (τεχν.) εγκοπή ή άλλη διαμόρφωση που δέχεται ή στηρίζει κάποιο στοιχείο της κατασκευής· υποδοχέας1.

[λόγ. < αρχ. ὑποδοχή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go