Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπνοφόρος -ος -ο [ipnofóros] Ε14 : (λόγ.) στον όρο μήκων* η ~.
[λόγ. < ελνστ. ὑπνοφόρος `που μας φέρνει ύπνο (π.χ. είδος μουσικής)΄ σημδ. γαλλ. somnifère]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. ὑπνοφόρος `που μας φέρνει ύπνο (π.χ. είδος μουσικής)΄ σημδ. γαλλ. somnifère]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |