Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεροχή
2 εγγραφές [1 - 2]
υπεροχή η [iperoxí] Ο29 : η ιδιότητα εκείνου που υπερέχει, που είναι συγκριτικά ανώτερος ή καλύτερος: Σ΄ όλη τη διάρκεια του αγώνα η ομάδα μας είχε / διατήρησε την ~. Έχει ένα συναίσθημα υπεροχής απέναντι στους συναδέλφους του. H ~ των ελληνικών καπνών είναι αναγνωρισμένη διεθνώς.

[λόγ. < αρχ. ὑπεροχή]

υπέροχος -η -ο [ipéroxos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που έχει στον ύψιστο βαθμό μια θετική ιδιότητα· που είναι εξαιρετικά καλός, ωραίος, εντυπωσιακός, χαριτωμένος, ευχάριστος κτλ.· έξοχος, θαυμάσιος: Yπέροχη θέα. Yπέροχη μουσική. Περάσαμε μαζί υπέροχες στιγμές. Έχει υπέροχο σώμα. Ήσουν υπέροχη μ΄ αυτό το φόρεμα. Είναι ~ άνθρωπος / ρήτορας. υπέροχα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~.

[λόγ. < αρχ. ὑπέροχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες