Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερμαγγανικός
1 εγγραφή
υπερμαγγανικός -ή -ό [ipermaŋganikós] Ε1 : (χημ.) που παράγεται από ένωση με μαγγάνιο: Yπερμαγγανικό κάλιο.

[λόγ. < αγγλ.(;) permanganic, permanganate (παρετυμ. υπερ-) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες