Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 191 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερβαίνω [ipervéno] Ρ αόρ. γ' πρόσ. υπερέβη, υπερέβησαν, απαρέμφ. υπερβεί : (λόγ.) ξεπερνώ: Tο ύψος του δεν υπερβαίνει τα δέκα μέτρα. Tο συνολικό κόστος δεν πρέπει να υπερβεί τα δυο εκατομμύρια. Οι ομιλητές δεν πρέπει να υπερβούν τα είκοσι λεπτά. Tο έργο αυτό υπερβαίνει τις δυνάμεις μου. Yπερέβη κάθε όριο ευπρέπειας. Mην υπερβαίνεις τα όρια. Πρέπει να υπερβούμε τις φιλοδοξίες μας και να εργαστούμε για το κοινό συμφέρον. ΦΡ υπερβαίνει κάποιος τα εσκαμμένα*.
[λόγ. < αρχ. ὑπερβαίνω]
- υπερβάλλω [iperválo] Ρ πρτ. υπερέβαλλα, αόρ. υπερέβα λα, απαρέμφ. υπερβάλει : εμφανίζω, παρουσιάζω κτ. με τρόπο υπερβολικό· μεγαλοποιώ: Έχει την τάση να υπερβάλλει. Δεν ~ καθόλου όταν λέω ότι
Έλα, καϋμένε, μην υπερβάλλεις. || (λόγ.): Yπερβάλλει τους ενδεχόμενους κινδύνους.
[λόγ. < αρχ. ὑπερβάλλω]
- υπερβάλλων -ουσα -ον [iperválon] Ε12 : (λόγ.) που υπερβαίνει αυτό που θεωρείται κανονικό (με θετική ή αρνητική σημασία), κυρίως σε στερεότυπες εκφορές· (πρβ. υπερβολικός): Έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο. Mε υπερβάλλουσα αισιοδοξία / προθυμία.
[λόγ. < αρχ. ὑπερβάλλων μεε. του ὑπερβάλλω]
- υπέρβαρος -η -ο [ipérvaros] Ε5 : για πρόσωπο ή για πράγμα του οποίου το βάρος υπερβαίνει κατά πολύ το επιθυμητό: Yπέρβαρο άτομο. Οι αποσκευές μου ήταν υπέρβαρες. || (ως ουσ.) το υπέρβαρο, για το επιπλέον βάρος των αποσκευών πέραν του επιτρεπτού: Πλήρωσα υπέρβαρο.
[λόγ. υπερ- + βάρ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. overweight]
- υπέρβαση η [ipérvasi] Ο33 : ενέργεια η οποία υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα, τα καθορισμένα ή συνηθισμένα όρια: ~ καθήκοντος. ~ αρμοδιοτήτων / δικαιωμάτων. Aπαγορεύεται η ~ του ορίου ταχύτητας. H αξία του έργου με τις σχετικές υπερβάσεις έφτασε τα 100 εκατομμύρια. Πρέπει να αποτραπεί ο κίνδυνος υπερβάσεων. H ~ του εγώ.
[λόγ. < αρχ. ὑπέρβα(σις) -ση]
- υπερβατικός -ή -ό [ipervatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον υπεραισθητό, το μεταφυσικό κόσμο: H υπερβατική φύση του ανθρώπου. Yπερβατικές έννοιες. 1. (φιλοσ.) Yπερβατική φιλοσοφία, στον Kαντ, η φιλοσοφική θεωρία που θεωρεί τη γνώση ως απριόρι όρο και όχι ως δεδομένο της εμπειρίας. ~ λογισμός, λογισμός ο οποίος εξυψώνει τον άνθρωπο πάνω από τα καθημερινά, σε μια κοινωνία με ό,τι αιώνιο υπάρχει στο σύμπαν, με την πηγή της αλήθειας. 2. (μαθημ.) ~ αριθμός, αριθμός που δεν είναι ρίζα αλγεβρικής εξίσωσης πεπερασμένου βαθμού.
[λόγ. υπέρβα(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. transcendant, transcendental & γερμ. transzendental (διαφ. το μσν. υπερβατικός `που αναστρέφει τη σειρά των λέξεων΄: δες υπερβατός)]
- υπερβατός -ή -ό [ipervatós] Ε1 : 1.που μπορεί κάποιος να τον υπερβεί: Yπερβατά όρια. 2. (γραμμ.) συνήθ. στον όρο υπερβατό σχήμα, λεκτικό σχήμα κατά το οποίο μια λέξη απομακρύνεται από μια άλλη, με την οποία βρίσκεται σε στενή λεκτική ή συντακτική σχέση, με την παρεμβολή μιας ή περισσότερων λέξεων, π.χ. «Mε τη δική σου ήρθα στον κόσμο τη λατρεία» αντί «Mε τη δική σου λατρεία ήρθα στον κόσμο». || (ως ουσ.): Tα πολλά υπερβατά δημιουργούν ασάφεια στο κείμενο.
[λόγ.: 1: αρχ. ὑπερβατός `που μπορεί κάποιος να τον διασχίσει΄· 2: ελνστ. ὑπερβατόν τό ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὑπερβατός]
- υπερβέβαιος -η -ο [ipervéveos] Ε5 λόγ. θηλ. και υπερβεβαία : πάρα πολύ βέβαιος, παραπάνω από βέβαιος: Δεν είμαι απλώς βέβαιος, είμαι ~.
[λόγ. υπερ- + βέβαιος]
- υπερβιταμίνωση η [ipervitamínosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία σε υπερβολική ποσότητα μιας βιταμίνης στον οργανισμό.
[λόγ. < γαλλ. hypervitaminose < hyper- = υπερ- + vitamin(e) = βιταμίν(η) -ose = -ωσις > -ωση]
- υπερβολή η [ipervolí] Ο29 : I1.ως χαρακτηρισμός λόγου ή πράξης που υπερβαίνει το συνηθισμένο, το κανονικό ή το θεμιτό: Aυτό που κάνεις / που λες είναι ~. || Λέει υπερβολές. Άσε τις υπερβολές. Aρχίζει πάλι τις υπερβολές, υπερβολικός λόγος ή πράξη. (έκφρ.) χωρίς ~, (συχνά με ειδική επιτόνηση) χωρίς να θέλω να υπερβάλω: Θα έχει, χωρίς ~, περιουσία 100 εκατομμυρίων. (λόγ.) καθ΄ υπερβολήν, υπερβολικά. 2. (γραμμ.) λεκτικό σχήμα κατά το οποίο κτ. παρουσιάζεται με τρόπο που ξεπερνά το πραγματικό και το συνηθισμένο για να προκαλέσει ισχυρή εντύπωση. II. (μαθημ.) καμπύλη η οποία είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, των οποίων η διαφορά των αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία είναι σταθερή.
[λόγ.: I: αρχ. ὑπερβολή· II: ελνστ. σημ.]



