Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 191 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερφαλαγγίζω [iperfalangízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(στρατ.) αναπτύσσω τα στρατεύματά μου πέρα από τα άκρα των εχθρικών δυνάμεων με σκοπό την κύκλωση. 2. υπερκεράζω.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερφαλαγγίζω, ὑπερφαλαγγῶ]
- υπερφαλάγγιση η [iperfalángisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερφαλαγγίζω.
[λόγ. υπερφαλαγγι- (υπερφαλαγγίζω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ὑπερφαλάγγησις)]
- υπερφίαλος -η -ο [iperfíalos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από ένα ματαιόδοξο συναίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους άλλους, που προβάλλει και τονίζει συνέχεια τα υπαρκτά ή ανύπαρκτα προσόντα του: Yπερφίαλη συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. ὑπερφίαλος]
- υπερφορτίζω [iperfortízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(τεχν.) τροφοδοτώ μια συσκευή ή μια μηχανή με ηλεκτρικό ρεύμα σε ποσότητα μεγαλύτερη από το κανονικό. 2. προσθέτω σε μια κατασκευή φορτίο περισσότερο από το κανονικό.
[λόγ. υπερ- + φορτίζω μτφρδ. αγγλ. overcharge]
- υπερφόρτιση η [iperfórtisi] Ο33 : (τεχν.) η ενέργεια και συνήθ. το αποτέλεσμα του υπερφορτίζω· πρόσθετο ηλεκτρικό φορτίο το οποίο διοχετεύεται σε μια μηχανή ή συσκευή. || το πρόσθετο φορτίο το οποίο μπορεί, κάτω από εξαιρετικές συνθήκες, να δεχτεί μια κατασκευή και το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά το στατικό υπολογισμό.
[λόγ. υπερφορτι- (υπερφορτίζω) -σις > -ση]
- υπερφορτώνω [iperfortóno] -ομαι Ρ1 : φορτώνω κτ. υπερβολικά, συνήθ. για όχημα: Tο αυτοκίνητο είναι υπερφορτωμένο.
[λόγ. < μσν. υπερφορτώνω < υπερ- + φορτώνω]
- υπερφυσικός -ή -ό [iperfisikós] Ε1 : που ξεπερνά τα όρια των φυσικών νόμων, που δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τους φυσικούς νόμους. α. που φαίνεται ανεξήγητος, θαυμαστός: Yπερφυσικά φαινόμενα. Yπερφυσικές δυνάμεις. Yπερφυσικά όντα, άγγελοι, δαίμονες, πνεύματα, σε αντίθε ση με τα όντα που γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις. β. που είναι πελώριος, πέρα από τα φυσικά μέτρα: Yπερφυσικές διαστάσεις. Άγαλ μα σε υπερφυσικό μέγεθος. (έκφρ.) ~ μπεμπές*.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερφυσικός]
- υπερχειλίζω [iperxilízo] Ρ2.1α μππ. υπερχειλισμένος : (τεχν.) ξεχειλίζω.
[λόγ. < μσν. υπερχειλ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. υπερχειλησ- ή κατά το ξεχειλίζω < ελνστ. ὑπερχειλ(ής) `ξέχειλος΄ -ώ]
- υπερχείλιση η [iperxílisi] Ο33 : (τεχν.) το ξεχείλισμα: Tο τεπόζιτο κάνει ~.
[λόγ. υπερχειλι- (υπερχειλίζω) -σις > -ση]
- υπερχλωρυδρία η [iperxloriδría] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση του στομάχου, η οποία οφείλεται σε υπερβολική έκκριση γαστρικού υγρού.
[λόγ. < γαλλ. hyperchlorhydrie < hyper- = υπερ- + chlorhydr(ie) < chlor(e) = χλώρ(ιο) + hydr(ogène) = υδρ(ογόνο) -ie = -ία]



