Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέρυθρος
1 εγγραφή
υπέρυθρος -η -ο [ipériθros] Ε5 : 1.(φυσ.) για την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που έχει συχνότητα μικρότερη από τη συχνότητα της ερυθράς ακτινοβολίας: Yπέρυθρες ακτίνες. 2. (λόγ.) κοκκινωπός.

[λόγ.: 2: αρχ. ὑπέρυθρος· 1: σημδ. αγγλ. infra-red ή γαλλ. infrarouge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες