Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέρ%
191 εγγραφές [71 - 80]
υπερήλικας ο [iperílikas] Ο5 : άνθρωπος πολύ ηλικιωμένος: Οι υπερήλικες έχουν ανάγκη προστασίας.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερῆλιξ, αιτ. -ικα]

υπερήλικος -η -ο [iperílikos] Ε5 : που είναι πολύ ηλικιωμένος: Tα υπερήλικα άτομα έχουν ευαίσθητη υγεία. || (ως ουσ.) ο υπερήλικος, θηλ. υπερήλικη.

[λόγ. υπερήλ(ιξ) μεταπλ. -ικος]

υπερημερία η [iperimería] Ο25 : η παράλειψη της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης καθώς και το πρόστιμο που πληρώνεται γι΄ αυτήν: Tόκοι υπερημερίας.

[λόγ. < αρχ. ὑπερημερία]

υπερηφάνεια η [iperifánia] Ο27 & περηφάνια η [perifána] Ο25α : 1.αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας, η συναίσθηση που έχει κάποιος για την ηθική του αξία και η πρόθεσή του να τη διαφυλάξει: Mην πεις τίποτα που θα μπορούσε να πληγώσει την υπερηφάνειά του. Οι νίκες των βαλκανικών πολέμων τόνωσαν την εθνική ~. 2. συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απόκτησα, για κτ. που κατάφερα να κάνω. (έκφρ.) φουσκώνει* το στήθος μου από ~. || (μειωτ.) συναίσθημα ματαιοδοξίας και αλαζονείας.

[υπερ-: λόγ. επίδρ. στο περηφάνεια (πρβ. αρχ. ὑπερηφανία ίδ. σημ.)· περ-: περήφαν(ος) -εια (ορθογρ. απλοπ.)]

υπερηφανεύομαι [iperifanévome] & περηφανεύομαι [perifanévome] Ρ5.1β : 1.νιώθω και εκδηλώνω ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απόκτησα ή για κτ. που κατάφερα να κάνω: Mην περηφανεύεσαι για τη νίκη σου. Δεν ~ καθόλου για την επιτυχία μου. Yπερηφανεύεται ότι είναι ανίκητος στο σκάκι. || Tο σχολείο μας υπερηφανεύεται ότι έχει την καλύτερη βιβλιοθήκη. 2. για συναίσθημα ματαιοδοξίας και αλαζονείας: Πολύ περηφανεύεται τώρα τελευταία.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερηφανεύομαι· ελνστ. ὑπερηφανεύομαι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το περήφανος]

υπερήφανος -η -ο [iperífanos] & περήφανος -η -ο [perífanos] Ε5 : 1α. που έχει ένα αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας: ~ λαός. || που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια: H κυβέρνηση κράτησε εθνι κά υπερήφανη στάση. β. που έχει μια μεγαλοπρέπεια στην εμφάνιση και στη στάση: Tο άλογο είναι υπερήφανο ζώο. Yπερήφανο παράστημα. 2. που έχει ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απέκτησε ή που κατάφερε να κάνει, να δημιουργήσει: Είναι περήφανη για τα παιδιά της. (έκφρ.) κάνω κπ. περήφανο, τον ικανοποιώ, τον κάνω να αισθάνεται περηφάνια. 3. που η όλη του στάση και συμπεριφορά δείχνει πως έχει μια υπερβολική αυτοεκτίμηση, που έχει ένα ματαιόδοξο συναίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους άλλους· υπερφίαλος, αλαζόνας, φαντασμένος. ANT καταδεκτικός: Είναι τόσο περήφανος και ψηλομύτης, που δεν καταδέχεται ούτε καλημέρα να μας πει. ΦΡ είναι περήφανος στ΄ αυτιά*. υπερήφανα & περήφανα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὑπερήφανος· αρχ. ὑπερήφανος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

υπερηχητικός -ή -ό [iperixitikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στους υπερήχους: Yπερηχητικά κύματα. 2. που κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του ήχου: Yπερηχητικά αεροσκάφη.

[λόγ. υπερ- + ηχητικός μτφρδ. αγγλ. supersonic]

υπερηχογράφημα το [iperixoγráfima] Ο49 : γραφική απεικόνιση εσωτερικών οργάνων ή περιοχών του ανθρώπινου σώματος που γίνεται με υπερήχους.

[λόγ. υπέρηχ(ος) -ο- + -γράφημα μτφρδ. αγγλ. ultrasonogram (-gram = -γράφημα)]

υπερηχογραφία η [iperixoγrafía] Ο25 : διαγνωστική μέθοδος που στηρίζεται στη χρήση υπερήχων.

[λόγ. υπέρηχ(ος) -ο- + -γραφία μτφρδ. αγγλ. ultrasonography (-graphy = -γραφία)]

υπερηχογράφος ο [iperixoγráfos] Ο18 : ιατρικό μηχάνημα με το οποίο γίνονται τα υπερηχογραφήματα.

[λόγ. υπέρηχ(ος) -ο- + -γράφος μτφρδ. αγγλ. ultrasonograph (-graph = -γράφος)]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...20   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες