Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 191 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπεροπλία η [iperoplía] Ο25 : οπλική υπεροχή σε σχέση με τον αντίπαλο.
[λόγ. < αρχ. ὑπεροπλία `θράσος που στηρίζεται σε πολεμική υπεροχή΄]
- υπερόπτης ο [iperóptis] Ο10 θηλ. υπερόπτης [iperóptis] : χαρακτηρισμός προσώπου που με τη συμπεριφορά του δείχνει να περιφρονεί και να υποτιμά τους άλλους.
[λόγ. < αρχ. ὑπερόπτης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- υπεροπτικός -ή -ό [iperoptikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε υπερόπτη: Yπεροπτικό ύφος. Yπεροπτική συμπεριφορά. Yπεροπτικά λόγια. H όλη εμφάνισή του είχε κάτι το υπεροπτικό.
υπεροπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὑπεροπτικός]
- υπερορία η [iperoría] Ο25 : (νομ.) η εξορία έξω από τα όρια της χώρας.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερορία (ενν. γῆ) θηλ. του αρχ. ὑπερόριος `πέρα από τα σύνορα΄]
- ύπερος ο [íperos] Ο19 : το θηλυκό μέρος του άνθους: Ο ~ αποτελείται από την ωοθήκη, το στύλο και το στίγμα.
[λόγ. < αρχ. ὕπερος `γουδοχέρι΄ σημδ. γαλλ. pistil]
- υπερουράνιος -α -ο [iperuránios] Ε6 : (θεολ.) που βρίσκεται επάνω από τον ουρανό, ως προσωνυμία του Θεού.
[λόγ. < αρχ. ὑπερουράνιος]
- υπερούσιος -α -ο [iperúsios] Ε6 : (θεολ.) που βρίσκεται πέρα από την ύλη, ως προσωνυμία του Θεού.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερούσιος]
- υπεροχή η [iperoxí] Ο29 : η ιδιότητα εκείνου που υπερέχει, που είναι συγκριτικά ανώτερος ή καλύτερος: Σ΄ όλη τη διάρκεια του αγώνα η ομάδα μας είχε / διατήρησε την ~. Έχει ένα συναίσθημα υπεροχής απέναντι στους συναδέλφους του. H ~ των ελληνικών καπνών είναι αναγνωρισμένη διεθνώς.
[λόγ. < αρχ. ὑπεροχή]
- υπέροχος -η -ο [ipéroxos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που έχει στον ύψιστο βαθμό μια θετική ιδιότητα· που είναι εξαιρετικά καλός, ωραίος, εντυπωσιακός, χαριτωμένος, ευχάριστος κτλ.· έξοχος, θαυμάσιος: Yπέροχη θέα. Yπέροχη μουσική. Περάσαμε μαζί υπέροχες στιγμές. Έχει υπέροχο σώμα. Ήσουν υπέροχη μ΄ αυτό το φόρεμα. Είναι ~ άνθρωπος / ρήτορας.
υπέροχα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~. [λόγ. < αρχ. ὑπέροχος]
- υπεροψία η [iperopsía] Ο25 : η ιδιότητα του υπερόπτη: H ~ δεν ταιριάζει στους χριστιανούς. H ~ του τον κάνει αντιπαθή.
[λόγ. < αρχ. ὑπεροψία]



