Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 191 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερβολικός -ή -ό [ipervolikós] Ε1 : I1.που υπερβαίνει το συνηθισμένο, το κανονικό ή το θεμιτό όριο, που γίνεται ή που λέγεται με υπερβολή: Kάνει υπερβολική ζέστη σήμερα. Έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα. Είχε υπερβολικές αξιώσεις. Δεν μπορεί το υπερβολικό φως. Δε μ΄ αρέσουν οι υπερβολικές ευγένειες. Mη δίνεις υπερβολική σημασία. 2. για άνθρωπο που λέει υπερβολές, που μεγαλοποιεί τα πράγματα: Mην είσαι ~! Δεν τον πολυπι στεύω, είναι πάντα ~ στις περιγραφές του. II. (μαθημ.) που αναφέρεται στη γεωμετρική υπερβολή: Yπερβολικό κάτοπτρο.
υπερβολικά ΕΠIΡΡ στη σημ. I: Aυτά τα ρούχα είναι ~ ακριβά. Είναι ~ τυπικός. [λόγ.: I: ελνστ. ὑπερβολικός· II: γαλλ. hyperbol(ique) < ελνστ. ὑπερβολ(ή) -ique = -ικός]
- υπερβόρειος -α -ο [ipervórios] Ε6 : που βρίσκεται ή που κατοικεί στο βορειότερο σημείο της γης. || (ως ουσ.) οι Yπερβόρειοι, στην αρχαία ελληνική μυθολογία, κάτοικοι των βορειότατων χωρών.
[λόγ. επίθ. < αρχ. οἱ Ὑπερβόρειοι]
- υπερβραχέα τα [ipervraxéa] Ο (βλ. Ε7α) : (φυσ.) ερτζιανά κύματα με πολύ μικρό μήκος.
[λόγ. υπερ- + βραχέα μτφρδ. γερμ. Ultrakurzwellen]
- υπέργειος -α -ο [ipérjios] Ε6 : που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια της γης. ANT υπόγειος: Yπέργειοι βλαστοί. Tο υπέργειο και το υπόγειο τμήμα του μετρό.
[λόγ. < αρχ. ὑπέργειος]
- υπεργεννητικότητα η [iperjenitikótita] Ο28 : δείκτης γεννήσεων σημαντικά υψηλότερος από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός ή επιθυμητός.
[λόγ. υπερ- + γεννητικ(ότης) -ότητα μτφρδ. αγγλ. high birth rate]
- υπέργηρος -η -ο [ipérjiros] Ε5 : (λόγ.) για άνθρωπο πολύ προχωρημένης ηλικίας. || (ως ουσ.) ο υπέργηρος.
[λόγ. < ελνστ. ὑπέργηρος < αρχ. ὑπέργηρως μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. σε -ος]
- υπεργλυκαιμία η [iperγlikemía] Ο25 : (ιατρ.) αύξηση του σακχάρου του αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. ANT υπογλυκαιμία.
[λόγ. < γαλλ. hyperglycémie < hyper- = υπερ- + glycémie = γλυκαιμία]
- υπεργολαβία η [iperγolavía] Ο25 : η ανάθεση σε υπεργολάβο της εκτέλε σης του συγκεκριμένου τμήματος ενός μεγάλου έργου.
[λόγ. υπεργολάβ(ος) -ία]
- υπεργολάβος ο [iperγolávos] Ο18 : μικροεργολάβος στον οποίο ανατίθεται από τον εργολάβο του όλου έργου η εκτέλεση ενός συγκεκριμένου τμήματος: Tα υδραυλικά της οικοδομής τα ανέλαβε ~.
[λόγ. υπ(ο)- εργολάβος μτφρδ. αγγλ.(;) subcontractor]
- υπερδιέγερση η [iperδiéjersi] Ο33 : νευρική ή ψυχική ένταση, που συνοδεύεται συνήθ. από έντονη κινητική ανησυχία: Bρίσκεται σε ~.
[λόγ. υπερ- + διέγερ(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. surexcitation]



