Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 191 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερσιτισμός ο [ipersitizmós] Ο17 : διατροφή πλούσια σε θερμίδες και θρεπτικά συστατικά και σε ποσότητα πολύ μεγαλύτερη από την κανονική. ANT υποσιτισμός.
[λόγ. υπερσιτισ- (υπερσιτίζω) -μός]
- υπερσύγχρονος -η -ο [ipersíŋxronos] Ε5 : που αναφέρεται στα πιο πρόσφατα, στα τελευταία, στα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας: Yπερσύγχρονα πλοία / εργοστάσια.
[λόγ. υπερ- + σύγχρονος μτφρδ. γαλλ. ultra-moderne]
- υπερσυντέλικος ο [ipersindélikos] Ο20α : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο το οποίο σημαίνει το ρήμα ήταν τελειωμένο στο παρελθόν πριν γίνει κτ. άλλο.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερσυντέλικος]
- υπέρταση η [ipértasi] Ο33 : (ιατρ.) αρτηριακή πίεση ανώτερη από τη φυσιολογική. ANT υπόταση.
[λόγ. < ελνστ. ὑπέρτα(σις) `υπερβολικό τέντωμα΄ -ση σημδ. γαλλ. hypertension]
- υπερτασικός -ή -ό [ipertasikós] Ε1 : (ιατρ.) ANT υποτασικός. α. που έχει σχέση με την υπέρταση: Yπερτασική κρίση. β. που πάσχει από υπέρταση. || (ως ουσ.) ο υπερτασικός, θηλ. υπερτασική.
[λόγ. υπέρτασ(ις) -ικός]
- υπέρτατος -η -ο [ipértatos] Ε5 : ανώτατος, ύψιστος: Yπέρτατη εξουσία. Yπέρτατο αγαθό. Yπέρτατη θυσία. Tο Yπέρτατο Ον. Ο ~ κριτής. (έκφρ.) στον υπέρτατο βαθμό, στον ανώτατο, στον ύψιστο βαθμό.
[λόγ. < αρχ. ὑπέρτατος]
- υπέρτερος -η -ο [ipérteros] Ε5 : (λόγ.) ανώτερος: Ο στρατός μας αντιμετώπισε τις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού.
[λόγ. < αρχ. ὑπέρτερος]
- υπερτερώ [iperteró] Ρ10.9α : 1.είμαι ή γίνομαι ανώτερος· υπερέχω: Σε τι υπερτερεί; H μέθοδος αυτή υπερτερεί κατά τούτο. || (λόγ., με γεν.): Yπερτερεί όλων των συναδέλφων του. 2. υπερέχω αριθμητικά: Στη συγκέντρωση υπερτερούσαν οι γυναίκες. || (λόγ., με γεν.): Tα πλεονεκτήματα υπερτερούσαν των μειονεκτημάτων.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερτερῶ]
- υπερτίμηση η [ipertímisi] Ο33 : ANT υποτίμηση. 1. αύξηση της τιμής ενός οικονομικού αγαθού πάνω από το θεωρούμενο νόμιμο ή κανονικό όριο. 2. εκτίμηση για την ανώτερη αξία ή τη σπουδαιότητα ενός προσώπου ή ενός πράγματος, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
[λόγ. υπερτιμη- (υπερτιμώ) -σις > -ση]
- υπερτιμολόγηση η [ipertimolójisi] Ο33 : τιμολόγηση (αγαθού, υπηρεσίας κτλ.) με ποσό μεγαλύτερο από την πραγματική του αξία.
[λόγ. υπερ- + τιμολόγη(σις) > -ση]



