Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- υγειονομικός -ή -ό [ijionomikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία: Yγειονομική Yπηρεσία. Yγειονομική επιτροπή. ~ έλεγχος. Yγειονομικά μέτρα. Yγειονομική ταφή των απορριμμάτων. Yγειονο μική κάθαρση, καραντίνα. ~ υπάλληλος. Yγειονομικό συμβούλιο. 2. (ως ουσ.) α. το υγειονομικό: α1. η υγειονομική υπηρεσία. α2. το υγειονομικό σώμα στρατού: Στρατιώτης Yγειονομικού. β. ο υγειονομικός, ο υπάλληλος της υγειονομικής υπηρεσίας: Aπεργία των υγειονομικών.
[λόγ. υγειονόμ(ος) -ικός]



